τομαῖος

τομαῖος
τομ-αῖος, α, ον, also ος, ον E.Alc.101 (lyr.): ([etym.] τομή):—
A cut, cut off, βόστρυχος, χαίτα (cf.

τομή 1

), A.Ch.168, E. l. c.
II cut in pieces, ἄκος τ. cut or shredded ready for use, A.Ch.539, Supp. 268.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τομαῖος — cut masc nom sg τομαῖος cut masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τομαίος — ον, θηλ. και αία Α (ποιητ. τ.) 1. κομμένος, αποκομμένος («χαίτη τ οὔτις τομαῑος», Ευρ.) 2. κομμένος σε κομμάτια, τεμαχισμένος 3. μτφ. αυτός που κόβει για θεραπευτικούς λόγους, αυτός που θεραπεύει με τομή 4. φρ. «ἄκος τομαῑον» ιαματικό φυτό… …   Dictionary of Greek

  • τομαῖον — τομαῖος cut masc acc sg τομαῖος cut neut nom/voc/acc sg τομαῖος cut masc/fem acc sg τομαῖος cut neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τομαῖα — τομαῖος cut neut nom/voc/acc pl τομαῖος cut neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τομαίη — τομάω need cutting pres opt act 3rd sg τομαί̱η , τομαῖος cut fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”